- παρωκεανίτης
- παρ-ωκεάνιος, u. παρ-ωκεανίτης, ὁ, u. παρ-ωκεανῑτικός, ή, όν, am Ozean gelegen, da wohnend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παρωκεανίτης — ὁ, θηλ. παρωκεανῑτις, ἡ Α 1. αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί δίπλα στον ωκεανό 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παρωκεανῑτις η παραλία τού ωκεανού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὠκεανός + κατάλ. ίτης / ῖτις] … Dictionary of Greek
παρωκεανίτις — ίτιδος, η βλ. παρωκεανίτης … Dictionary of Greek
παρωκεανιτικός — ή, όν, Α [παρωκεανίτης] ο παρωκεάνιος … Dictionary of Greek